- ήλιασμα
- τοβλ. λιάσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλίασμα — και ήλιασμα, το [ηλιάζω] το λιάσιμο, η έκθεση στις ηλιακές ακτίνες … Dictionary of Greek